κραδαίνοντας

κραδαίνοντας
κραδαίνω
swing
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κραδαίνω — ανα, κραδασμένος, η, ο, σείω κάτι απειλητικά, πάλλω: Όρμησε πάνω του κραδαίνοντας ένα μαχαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”